ουλοφυης

ουλοφυης
    οὐλοφυής
    οὐλο-φυής
    2
    цельноприродный, т.е. первозданный, первобытный
    

(ζῷα Emped. ap. Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ουλοφυης" в других словарях:

  • ουλοφυής — οὐλοφυής, ές (Α) αυτός που διατελεί σε εντελώς φυσική κατάσταση, ακατέργαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (Ι) (βλ. λ. όλος) + φυής (< φύομαι), πρβλ. μεγαλο φυής] …   Dictionary of Greek

  • οὐλοφυεῖς — οὐλοφυής rough masc/fem acc pl οὐλοφυής rough masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλοφυές — οὐλοφυής rough masc/fem voc sg οὐλοφυής rough neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλοφυοῦς — οὐλοφυής rough masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοφυής — ὁλοφυής, ιων. τ. οὐλοφυής, ές (Α) 1. αυτός που συνίσταται από ένα μόνο τεμάχιο, ενιαίος, μονοκόμματος 2. (στον ιων. τ.) αυτός που βρίσκεται εξ ολοκλήρου στη φυσική του κατάσταση, τραχύς, ακατέργαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φυής (< φύω,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»